καστάνου

καστάνου
κάστανον
chestnut-tree
neut gen sg
κάστανος
chestnut-tree
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καστανός — ή, ό 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κάστανου, χρώμα καστανό, καστανόχρωμος 2. καστανομάλλης, που έχει μαλλιά καστανόχρωμα 3. το ουδ. ως ουσ. το καστανό το χρώμα τού κάστανου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανον. Η λ. έγινε οξύτονη αναλογικά με τα οξύτονα επίθ …   Dictionary of Greek

  • προστάτης — Αδενομυϊκό όργανο που ανήκει στο γεννητικό σύστημα του άνδρα· έχει σχήμα και διαστάσεις κάστανου, βρίσκετα κάτω από την ουροδόχο κύστη και περιβάλλει το αρχικό τμήμα της ουρήθρας. Οι αδένες του π. εκκρίνουν ένα γαλακτώδες υγρό, που έχει την… …   Dictionary of Greek

  • ακανθίων — (acanthion). Οικογένεια θηλαστικών της τάξης των τρωκτικών. Περιλαμβάνει δύο γένη: τους κεντίδες και τους υστριχίδες. Τα ζώα αυτά ζουν σε όλες τις θερμές χώρες. Το σώμα τους είναι κοντό και σκεπασμένο με μακριές τρίχες χρώματος καστανού ή λευκού …   Dictionary of Greek

  • γλυκοπατάτα — Φυτό με την επιστημονική ονομασία ιπομοία (ipomoea).Ανήκει στην οικογένεια των κομβολβουλιδών. Το φυτό αυτό είναι πιθανόν αμερικανικής καταγωγής και καλλιεργείται σε πολλές θερμές περιοχές για τους χονδρούς, μακρόστενους και εδώδιμους κονδύλους… …   Dictionary of Greek

  • καστανομάλλης — α και ού και ούσα, ικο αυτός που έχει μαλλιά καστανού χρώματος …   Dictionary of Greek

  • καστανόξανθος — η, ο αυτός που έχει μαλλιά μεταξύ καστανού και ξανθού χρώματος …   Dictionary of Greek

  • καστανόφαιος — α, ο αυτός που έχει χρώμα βαθύ καστανό, μεταξύ καστανού και φαιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καστανός + φαιός] …   Dictionary of Greek

  • καστανόχρωμος — η, ο καστανός, καστανόχρους, με χρώμα σαν τού κάστανου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανο + χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. θαλασσό χρωμος, σταρό χρωμος] …   Dictionary of Greek

  • μεσογραφή — η εντομολ. γένος εντόμων τής οικογένειας πυραλίδες στο οποίο ανήκουν είδη πεταλούδας μεσαίου μεγέθους, κίτρινου ή καστανού χρώματος, με σχήματα ή και γραμμώσεις πάνω στις πτέρυγες …   Dictionary of Greek

  • ονδάτρα — (ondatra zibethica). Τρωκτικό της οικογένειας των κρικητιδών, γνωστό και με την κοινή ονομασία μοσχοποντικός, γιατί έχει την εμφάνιση μεγάλου ποντικού και φέρει στην περινεϊκή περιοχή δύο αδένες που εκκρίνουν μια ουσία με μυρωδιά μόσχου. Η o.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”